- ὑποπεπτηῶτες
- ὑπο-πεπτηῶτες: see ὑποπτήσσω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑποπεπτηῶτες — ὑποπίπτω fall under perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)